- Ἅιδας
- Ἅιδᾱς , ᾍδηςmasc acc plἍιδᾱς , ᾍδηςmasc nom sg (epic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ἀίδας — Ἀΐδᾱς , ᾍδης acc pl Ἀΐδᾱς , ᾍδης nom sg (epic doric aeolic) Ἀΐδᾱς , ᾍδης masc acc pl (epic doric) Ἀΐδᾱς , ᾍδης masc nom sg (epic doric aeolic) Ἀΐδᾱς , Αἵδης masc acc pl Ἀΐδᾱς , Αἵδης masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Hades — For other uses, see Hades (disambiguation). Hades … Wikipedia
Hades — Para otros usos de este término, véase Hades (desambiguación). Busto de Hades. Copia romana en mármol de un original griego del siglo V a. C.; el manto oscuro es un añadido moderno (Museo Nacional Romano). En la mitología griega Hades… … Wikipedia Español
κυαναυγής — κυαναυγής, ές, θηλ. και κυαναγέτις, ιδος (Α) 1. αυτός που έχει βαθύχρωμη λάμψη (α. «νεκύων ἐς αὐλὰν ὑπ ὀφρύσι κυαναυγέσι βλέπων πτερωτὸς Ἅιδας», Ευρ. β. «πηγάων κυαναυγέων ἐν δίνησιν», Ορφ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ κυαναυγές το βαθύ χρώμα τού… … Dictionary of Greek
πρόπαρ — Α Ι. (πρόθεση συντασσόμενη με γεν.) 1. μπροστά από κάποιον («τίς οὗτος... πρόπαρ ὃς ἡγεῑται στρατοῡ», Ευρ.) 2. κοντά σε κάποιον ή σε κάτι («φυλλάδα χευάμενοι πολιοῡ πρόπαρ αἰγιαλοῑο», Απολλ. Ρόδ.) II. (απολύτως ως χρον. επίρρ.) πιο πριν,… … Dictionary of Greek